- υπερθερμαίνομαι
- υπερθερμαίνομαι, υπερθερμάνθηκα, υπερθερμασμένος βλ. πίν. 46
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαθερμαίνω — (Α διαθερμαίνω) 1. θερμαίνω κάτι σε όλη τη μάζα του 2. σιγοκαίω, κουφοκαίω μσν. 1. (για συζητήσεις) διεξάγομαι με ζωηρότητα ή πείσμα 2. υπερθερμαίνομαι 3. έχω θερμότητα αρχ. παθ. α) εξάπτομαι β) καταλαμβάνομαι από μεγάλο ζήλο … Dictionary of Greek
εκφλογώ — ἐκφλογῶ ( όω) (AM) μσν. παθ. 1. πυρακτώνομαι 2. (για πρόσ.) υπερθερμαίνομαι αρχ. αναφλέγω, καίω κάτι τελείως … Dictionary of Greek